- ευτηξία
- η (Α εὐτηξία) [εύτηκτος]η ιδιότητα τού ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευτηξία — η το να είναι κάτι εύτηκτο, να λιώνει εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτηξίας — εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem acc pl εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύτηκτος — η, ο (Α εὔτηκτος, ον) 1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν) η ευτηξία, η εύκολη τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)] … Dictionary of Greek